- ηλεός
- ἠλεός, -ή, -ὸν και αιολ. τ. ἆλλος, -η, -ον (Α)1. αυτός που έχει σύγχυση στον νου, μαινόμενος, άφρων, μωρός, ηλίθιος2. αυτός που διαταράσσει τον νου («οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός», Ομ. Οδ.)3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλεάανόητα, με αφροσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα ηλάσκω*, αλώμαι ενώ η καταλ. -εός κατά τα ετ-εός*, κεν-εός. Απαντά ως α' συνθετικό στο ηλέ-ματος*, ενώ ο αμάρτυρος αντίστοιχος αιολ. τ. *άλλος (< ālyos) απαντά πιθ. ως α' συνθετικό τών αλλο-φρονώ*, αλλο-φάσσω*(κατ' άλλη άποψη πρόκειται για την αόρ. αντων. άλλος) Αβέβαιη είναι και η σχέση του με το επίρρ. ήλιθα «παράλογα». Πιθ. ήλιθα < *ήλιθος < ηλεός, η προέλευση όμως τών -ι- και -θ- δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά].
Dictionary of Greek. 2013.